- perchromique
- прил.
тех. надхромовый, перхромовый
Французско-русский универсальный словарь. 2013.
Французско-русский универсальный словарь. 2013.
per- — ♦ Préfixe exprimant un excès de la quantité normale d un élément dans un composé chimique : peracide, peroxyde, persulfate, etc. per CHIM Préfixe qui servait à désigner les composés au degré d oxydation le plus élevé ou contenant le plus d… … Encyclopédie Universelle
υπερχρωμικός — ή, ό, Ν φρ. «υπερχρωμικό οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση, εξαιρετικά ασταθής, που δεν απομονώνεται σε ελεύθερη κατάσταση και τής οποίας ανυδρίτης είναι το υπεροξείδιο τού χρωμίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. perchromique (acide)… … Dictionary of Greek